- ἔθρεψε
- τρέφωthickenaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CADMUS — I. CADMUS Agenoris fil. Phoenicum Rex. Alii eum e Tyro, alii autem e Sidone arcessunt, quibus habenda potior fides, quia Cadmi aevô Tyrus nondum erat condita. Regis filium Graeci faciunt, ut suo honori consulant, quia regnavit in Graecia; sed hoc … Hofmann J. Lexicon universale
αντεκτρέφω — ἀντεκτρέφω (Α) τρέφω κι εγώ αυτόν που μ έθρεψε (αναλαμβάνω τη συντήρηση των γονέων μου) … Dictionary of Greek
θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… … Dictionary of Greek
Αγνώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη της Αρκαδίας που, μαζί με άλλες δύο νύμφες, τη Θεισόα και τη Νέδα, έθρεψε τον Δία στην κορυφή του Λυκαίου όρους. Στο ιερό του Δία, που βρισκόταν σε αυτό το βουνό, υπήρχε μια πηγή που την έλεγαν Α., και η οποία είχε την… … Dictionary of Greek
Αίγιο — Παραλιακή πόλη (υψόμ. 60 μ., 21.061 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Το Α. είναι χτισμένο στην ακτή του Κορινθιακού, σε περιοχή σεισμογενή. Αποτελεί έδρα του δήμου Αιγίου (βλ. λ. Αιγίου, δήμος). Βρίσκεται στην πεδινή λωρίδα… … Dictionary of Greek
Αμάλθεια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, τροφός του Δία, την οποία θεωρούσαν στη Θεσσαλία κόρη του βασιλιά Αιμονίου, στην Κρήτη κόρη του Μελισσέα, άλλοι τη θεωρούσαν κόρη του Ωκεανού και άλλοι πάλι την ταύτιζαν με την κατσίκα που γαλούχησε τον Δία νήπιο σε… … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… … Dictionary of Greek
Αχαιμένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών (7ος αι. π.Χ.), απόγονος του Περσέα και παππούς του Καμβύση. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ήταν βρέφος, τον έθρεψε αετός, γι’ αυτό τα φτερά του αετού ήταν το βασιλικό… … Dictionary of Greek
Βοκάκιος, Ιωάννης — (Giovanni Boccaccio, Παρίσι 1313 – Τσερτάλντο, Ιταλία 1375). Εξελληνισμένο όνομα του Ιταλού ποιητή και ουμανιστή Τζιοβάνι Μποκάτσο. Γιος τραπεζίτη και, κατά την παράδοση, μιας ευγενούς Παριζιάνας, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Φλωρεντία και σε… … Dictionary of Greek